накоплять - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

накоплять - translation to Αγγλικά


накоплять      
накопить
v.
accumulate
to gather experience (strength)      
накоплять опыт (силы)
build up         
ALBUM BY RITA LEE
Build Up (Rita Lee album)
наращивать, накоплять

Ορισμός

накоплять
НАКОПЛ'ЯТЬ, накопляю, накопляешь, что. ·несовер. к накопить
, то же, что накапливать
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για накоплять
1. Но те чудовищные искажения исторических событий - ни тогда, ни после не доходили до жителей западных стран, - и у них не было повода накоплять защитный иммунитет от неохватной дерзости и объемов такой лжи.
Μετάφραση του &#39накоплять&#39 σε Αγγλικά